κατά μονάς

κατά μονάς
επίρρ.
1) одиноко, в одиночестве; 2) с глазу на глаз, наедине;

τον πήρε κατά μονάς γιά να τού μιλήσει — он отвёл его в сторону, чтобы поговорить


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "κατά μονάς" в других словарях:

  • особьно — (51) нар. 1.Отдельно, обособленно: Подобаеть ѹбо еп(с)пу. написано имѣти свое iмѣниѥ… тако же и цр(к)вное iмѣние. особно написано iмѣти. КР 1284, 77г; всѧ лѣта живота своѥго да не молитсѧ съ людьми. но ѡсобно да молитсѧ. (κατὰ μόνας) Там же,… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • καταμόνας — (AM καταμόνας και κατὰ μόνας) χωριστά, μεμονωμένα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τη φρ. κατὰ μόνας «μεμονωμένα»] …   Dictionary of Greek

  • προσευχή — Λόγια που απευθύνονται τελετουργικά σε υπερανθρώπινα όντα (θεότητες, πνεύματα, φετίχ, προγόνους κλπ.), είτε σε αυθόρμητη μορφή είτε επαναλαμβανόμενα κατά ένα σταθερό τύπο. Δεν είναι βέβαιο αν προηγήθηκε η αυθόρμητη ή η τυποποιημένη π. Από καθαρά… …   Dictionary of Greek

  • μονόβιος — ο και η (Μ μονόθιος) αυτός που ζει μοναχικό βίο, ο μονήρης νεοελλ. (για τα ζώα) αυτός που ζει κατά μόνας ή κατά ζεύγη. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + βίος] …   Dictionary of Greek

  • μονόστολος — μονόστολος, ον (Α) 1. αυτός που αποστέλλεται κάπου μόνος («μονοστόλῳ τῷ κατά μόνας ἐλθόντι», Ησύχ.) 2. μόνος, έρημος, απομονωμένος («λείπομαι φίλας μονόστολός τε ματρός» Ευρ.) 3. ατομικός, προσωπικός («λόχων ἀνάσσειν ἤ μονοστόλου δορός;» να… …   Dictionary of Greek

  • μόνος — η, ο (ΑΜ μόνος, η, ον, Α επικ. και ιων. τ. μοῡνος, η, ον, δωρ. τ. μῶνος, η, ον) 1. αυτός που υπάρχει ή γίνεται χωριστά από άλλους, χωρισμένος από άλλους, μοναχός (α. «θα πάω μόνη διακοπές» β. «μοῡνος ἐὼν πολέσιν μετὰ Καδμείοισιν», Ομ. Ιλ.) 2.… …   Dictionary of Greek

  • οιαδόν — οἰαδόν (Α) επίρρ. κατά μόνας, ξεχωριστά. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἶος (Ι) «μόνος» + επιρρμ. κατάλ. αδόν (πρβλ. μον αδόν)] …   Dictionary of Greek

  • οιόθεν — (I) οἰόθεν (Α) 1. επίρρ. από ένα μόνο μέρος, δηλ. μόνος, κατά μόνας, με τον εαυτό του 2. φρ. «οἰόθεν οἶος» ολομόναχος, κατάμονος (Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < οἶος (Ι) «μόνος» + επιρρμ. κατάλ. –θεν (πρβλ. άλλο θεν)]. (II) οἰόθεν (Α) επίρρ. από τον… …   Dictionary of Greek

  • ՄԻԱՅՆ — (ոյ, ով, միայնից կամ միայնց.) NBH 2 0268 Chronological Sequence: Early classical, 5c, 6c, 8c, 12c ա. μόνος solus. եւս եւ Միայն անհոլով՝ ունի զզօրութիւն ամենայն հոլովից, մակբայ կարծեցեալ ʼի մեզ. Մի այն եւեթ. մէն. մեկին. միակ. մին. միական.… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • μονάδα — I (Μαθημ.). Στο σύνολο των πραγματικών αριθμών διακρίνουμε την θετική μονάδα (1), η οποία είναι ο μικρότερος θετικός ακέραιος αριθμός, και την αρνητική μονάδα ( 1), η οποία είναι ο μέγιστος αρνητικός ακέραιος αριθμός. Η θετική και η αρνητική μ.… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Θρησκεία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΘΡΗΣΚΕΙΑ Το περιεχόμενο της θρησκείας που επικράτησε στον ελλαδικό χώρο κατά την Παλαιολιθική εποχή δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί επακριβώς. Τα λιγοστά και δυσεξιχνίαστης σημασίας ευρήματα δεν βοηθούν προς την κατεύθυνση αυτή …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»